Μεταφραστέος ο
Παπαδιαμάντης;
Εμμανουέλας Διακοσάββα και Μαγδαληνής Πρεβεζάνου
Το ζήτημα της
απόδοσης κειμένων της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας που έχουν γραφτεί στην
καθαρεύουσα, στη δημοτική συνιστά ένα ακανθώδες θέμα που απασχολεί κριτικούς,
λογοτέχνες, μεταφραστές και εκπαιδευτικούς, πυροδοτώντας έντονες συζητήσεις
στους φιλολογικούς, λογοτεχνικούς κύκλους και τα συνέδρια, από τον περασμένο
αιώνα μέχρι και σήμερα. Ήδη το 1942 ο Γιάννης Βλαχογιάννης ζητά από το Φώτη
Κόντογλου να μεταφράσει κείμενα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη στη δημοτική.
Πρόκειται για μια μαρτυρία που περιέχεται στη νεκρολογία του Κόντογλου για τον
ακαταπόνητο ιστοριοδίφη και δημοσιεύτηκε στα «Ελεύθερα Γράμματα» το 1945[i]
.Από τότε το συγκεκριμένο θέμα πολλές φορές έχει απασχολήσει τους ειδικούς και
οι απόπειρες απόδοσης στη δημοτική κειμένων της καθαρεύουσας δεν είναι λίγες. Η
ερώτηση αν πρέπει να γίνονται ενδογλωσσικές
μεταφράσεις σε τέτοιου είδους κείμενα σίγουρα δεν μπορεί να δεχτεί άμεσα
καταφατική ή αρνητική απάντηση.
Το ερώτημα σχετίζεται και προβάλλει την ανισοτιμία
[ii]
ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη νέα ελληνική γλώσσα. Σε αυτή την ανισοτιμία
το γλωσσικό παρελθόν πάντα διεκδικούσε τον τίτλο του ισχυρού, από το κίνημα ήδη
του αττικισμού, όπου η αττική γλώσσα ήταν ισχυρή και αποτελούσε πρότυπο
σε αντίθεση με την κοινή, η οποία κρίθηκε ασθενής μορφή γλώσσας και κατάλληλη
για την κάλυψη των γλωσσικών αναγκών του αμαθέστερου λαού. Είναι, επίσης,
γνωστό ότι ακόμα και μετά τη λύση του γλωσσικού μας ζητήματος, με την καθιέρωση
της δημοτικής, στην πρώτη μεταπολιτευτική δημοκρατία, γίνεται λόγος για την
«κακοποίηση» της ελληνικής γλώσσας[iii],
ενώ μέσα στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 οι καταγγελίες για την ανεπάρκεια
της ομιλούμενης γλώσσας αυξάνονται και προτείνεται να «θεραπευτεί» με έμμεση
έστω αναγωγή της στην αρχαία ελληνική γλώσσα και στις νεότερες λόγιες
παραλλαγές της.
Σήμερα, το θέμα των «μεταφράσεων» ή μεταφορών ή αποδόσεων ή
εκσυγχρονισμού, μεταγλωττίσεων ή μεταγραφών (διάφοροι όροι για την ενδογλωσσική
μετάφραση) επικεντρώνεται σε πρώτη φάση κυρίως στην αδυναμία του «μέσου
αναγνώστη» και ειδικά του μαθητή να προσεγγίσει την καθαρεύουσα και τις
«άγνωστες λέξεις» του Ροϊδη, του Παπαδιαμάντη ή ακόμη και του Σολωμού. Εξάλλου,
η νέα εποχή των πολυτροπικών κειμένων που έχουν δημιουργήσει οι νέες
τεχνολογίες, αλλά και το νέο κοινό μαθητών που έχει δημιουργήσει η πολυπολιτισμική
κοινωνία και οι πολλαπλές αλλαγές σε όλους τους τομείς της ζωής (ενήλικες,
επαγγελματικές ομάδες, μαθητές με την ελληνική ως δεύτερη/ξένη γλώσσα)
επιβάλλουν την επανατοποθέτηση του παραπάνω ερωτήματος σε μια νέα βάση.
Χωρίς αμφιβολία, νευραλγικές στο προς διευρεύνηση θέμα -στο δίλημμα
δηλαδή που δημιουργεί η ενδογλωσσική μετάφραση Ελλήνων λογοτεχνών που έγραψαν
στην καθαρεύουσα, όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Ροΐδης, ο Βιζυηνός- κρίνονται οι παρακάτω
ρητορικές ερωτήσεις που απευθύνει ο Γιάννης Χάρης[iv]:
Ø Είναι
σήμερα ενεργή η γλωσσική μορφή που ακολούθησαν οι παραπάνω λογοτέχνες;
Ø Θέλουμε
/ Πρέπει να μπορεί να τους διαβάζει ο καθένας;
Ø Μπορούμε
να έρθουμε σε επαφή με τη λογοτεχνία μέσα από το λεξικό;
Βεβαίως, η απόπειρα να έρθει
κανείς σε επαφή με τη λογοτεχνία μέσα από το λεξικό μπορεί κάποιες φορές να
είναι ένα ταξίδι συναρπαστικό, μια γοητευτική άσκηση πάνω σ' ένα κείμενο, αλλά
ουσιαστική, άμεση επαφή με τη λογοτεχνία καθ’ αυτήν δεν είναι. Και άμεση επαφή
με τη γλώσσα των προαναφερθέντων, όπως υποστηρίζει ο Γιάννης Χάρης, δεν είχαν
ούτε οι προγενέστερες γενιές που διδάχτηκαν στην καθαρεύουσα.
Ειδικότερα,
για το έργο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη η μεταφρασιμότητά του στη Νεοελληνική
συναντά από τον προηγούμενο αιώνα μέχρι και σήμερα ένθερμους υποστηρικτές αλλά
και αρκετούς πολέμιους. Όσοι υποστηρίζουν ότι η απόδοση των κειμένων του
Παπαδιαμάντη στη δημοτική συνιστά αναγκαιότητα στηρίζουν την επιχειρηματολογία
τους κυρίως στη δυσκολία προσπέλασης του παπαδιαμαντικού έργου από το σημερινό
αναγνωστικό κοινό (μικρούς και μεγάλους) και συνάμα στην αναμφισβήτητη ανάγκη
για επιβίωση των κειμένων του στη σημερινή εποχή.
Συγκεκριμένα,
ο σημερινός αναγνώστης του
Παπαδιαμάντη παγιδεύεται ανάμεσα σε δυο γλωσσικές μορφές, την καθαρεύουσα και
τη διαλεκτική ποικιλία, που απέχουν αρκετά από την κοινή νεοελληνική, η οποία
διδάσκεται κατά κύριο λόγο στο σχολείο. Αρκετές καθαρευουσιάνικες λέξεις που
χρησιμοποιεί ο Παπαδιαμάντης δεν υπάρχουν στα γνωστά νεοελληνικά λεξικά π.χ. αγυιόπαιδον
(= αλήτης). Επίσης, την ίδια αποξένωση προκαλούν η χρησιμοποίηση υβριδικών
γλωσσικών κραμάτων και η συσσώρευση ιδιωματικών λέξεων, πολλές
από τις οποίες επίσης δεν ανευρίσκονται σε νεοελληνικά χρηστικά λεξικά (π.χ. βιλάνες,
σούσες – μαρούσες, αναφάνταλες, αστάνευτες…)[v] κι
ούτε έχουν σήμερα χρηστικό αντίκρισμα. Πολλές από αυτές μάλιστα είναι τουρκικής
προέλευσης: π.χ. (αλέμι = διακοσμημένη μπορντούρα ενός ενδύματος) ή
ακόμα σλαβικής: (π.χ. κουζούκα = γούνα), αγγλικής, γαλλικής, ιταλικής
(αδρέσσα < adress…).
Αλλά και να υπήρχαν οι λέξεις του Παπαδιαμάντη στα λεξικά και πάλι ο φραγμός
υπάρχει, καθώς –όπως προαναφέρθηκε- η λογοτεχνία δεν προσεγγίζεται με το λεξικό
ούτε και απολαμβάνεται έτσι.
Συνακόλουθα, η απουσία συνεκτικού
αφηγηματικού ιστού και αρχιτεκτονικής διάπλασης, η χρήση συνειρμών και
αναλήψεων που οδηγούν στην υποτακτική άρθρωση του λόγου, η σωρεία δευτερευουσών
προτάσεων και μετοχών που κατακερματίζει το λόγο σε μικρές νοηματικές νησίδες
καθιστούν το πρωτότυπο κείμενο δύσβατο στο σημερινό -τουλάχιστον- αναγνώστη[vi],
γιατί θολώνεται η νοηματική αλληλουχία, με αποτέλεσμα ο αναγνώστης να πρέπει να
επιστρέφει αδιάκοπα στην αφετηρία, προκειμένου να συλλάβει το μίτο.
Επιπλέον, η απουσία εκφραστικής
οικονομίας που δημιουργείται στο παπαδιαμαντικό έργο με τις αμετροέπειες, τις
συνεχείς επαναλήψεις, τις συμπαραθέσεις επιθέτων και ρητορικών σχημάτων
κουράζουν το σημερινό αναγνώστη, δίνοντας την αίσθηση ενός κενού ρητορισμού και
στομφώδους ύφους.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό
με την αδυναμία κατανόησης του παπαδιαμαντικού κόσμου, που σχετίζεται με την
ανοίκεια θεματική του έργου του, δημιουργούν, ενδεχομένως, στο σημερινό
αναγνώστη μια απαρέσκεια, η οποία ίσως αναιρείται με την απόπειρα της
ενδογλωσσικής μετάφρασης των έργων του Παπαδιαμάντη. Εξάλλου, η λογοτεχνία δεν
έχει χωρικά και χρονικά όρια, τα κλασικά και διαχρονικά έργα διαβάζονται και
ξαναδιαβάζονται, με αποτέλεσμα το νόημα να επανασυλλαμβάνεται. Κάθε εποχή
δημιουργεί τις δικές της μεταφράσεις και το μετάφρασμα δεν αποβαίνει παρά ένα
αυτόνομο κείμενο που οδηγεί σε καινούρια ερμηνεία του πρωτοτύπου.
Για τους παραπάνω λόγους,
σήμερα δεν είναι λίγοι οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, κριτικοί της λογοτεχνίας
και μεταφραστές που συνηγορούν υπέρ της μετάφρασης του παπαδιαμαντικού έργου
στη δημοτική. Αρκετοί από αυτούς επισημαίνουν πως τα παπαδιαμαντικά κείμενα
απολαμβάνουν όλο και πιο λίγοι, ενώ διαβλέπουν ότι η πλειοψηφία δεν πρόκειται
όσο περνάει ο χρόνος να τα προσεγγίσει και ούτε μπορεί να περιμένει κανείς από
τους ξένους μελετητές να κατέχουν την ελληνική στο βαθμό που θα τους επιτρέπει
την πλήρη πρόσβαση σ’ αυτά. Για το λόγο αυτό προτείνουν την υλοποίηση
«δίγλωσσων εκδόσεων» των έργων του Παπαδιαμάντη, με το πρωτότυπο αντικριστά με
τη μετάφραση, με γνώμονα την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας[vii]. Άλλοι πάλι, θεωρούν πως το αίτημα της
μεταφοράς του παπαδιαμαντικού έργου στη δημοτική είναι κοινωνικό, δε λύνεται με
θρηνωδίες για τη χαμένη καθαρεύουσα και τον κίνδυνο αποκοπής από τις ρίζες μας,
ούτε με την κίνηση επαναφοράς της διδασκαλίας των αρχαίων στο γυμνάσιο και την
ενίσχυσή τους στο λύκειο. Η ενδογλωσσική μετάφραση του Παπαδιαμάντη δεν αίρει
ούτε υποβαθμίζει την αξία του έργου του, αλλά αντιθέτως επιβεβαιώνει την ένταξη
του στη χορεία των κλασσικών συγγραφέων.
Στη σύγχρονη βιβλιογραφία, επισημαίνεται,
επίσης, πως όσοι κινδυνολογούν με τη μεταφορά των έργων της καθαρεύουσας στη
δημοτική θα έπρεπε αναλόγως να ανησυχούν και για τις διασκευές λογοτεχνικών
κειμένων για τον κινηματογράφο, την τηλεόραση ή το θέατρο, εφόσον κι αυτές
συνιστούν «μεταγραφές» σε ένα άλλο εκφραστικό μέσο, που ενίοτε μάλιστα
συνεπάγονται και ριζικές τροποποιήσεις στο ύφος, το νόημα και την πλοκή των
κειμένων[viii].
Σίγουρα όμως ο πλούτος και η αξία ενός κειμένου δεν αναδεικνύονται με τη
θεώρησή του ως ιερού και απαραβίαστου αλλά προσκαλώντας συνεχώς την ανάγνωση
και προκαλώντας τη μετάφρασή του στα σημερινά δεδομένα. Σύμφωνα, άλλωστε, με
τις σύγχρονες λογοτεχνικές θεωρίες, με βάση τις οποίες το ενδιαφέρον
μετατοπίζεται από το συγγραφέα στον αναγνώστη, το κείμενο δεν νοείται πλέον ως
απόρθητο οχυρό ή ως στεγανό και παγιωμένο μνημείο λόγου αλλά είναι ανοιχτό σε
αναγνώσεις, ερμηνείες και μεταφράσεις και σε κάθε εποχή συγγραφείς, μεταφραστές
και καλλιτέχνες αισθάνονται την ανάγκη να δώσουν τη δική τους εκδοχή των
κλασικών κειμένων είτε μέσω μεταφράσεων είτε μέσω διασκευών.
Στον
αντίποδα των προαναφερθέντων εμφανίζονται οι επικριτές του εγχειρήματος της
απόδοσης των κειμένων του Παπαδιαμάντη στη δημοτική. Η επιχειρηματολογία τους
στηρίζεται κυρίως στην απώλεια της ποιητικότητας, του λυρισμού, της συναισθηματικής-συγκινησιακής πλευράς του
πρωτοτύπου, στη μοναδικότητα της γλώσσας και του ύφους του Παπαδιαμάντη, καθώς
επίσης στην άρση της ιστορικότητας και του ουμανισμού.
Αναλυτικότερα,
το παπαδιαμαντικό έργο διατρέχει μια λυρική-ποιητική αύρα, γι’ αυτό και δύσκολα
μεταφράζεται. Και αυτό γιατί ο ποιητικός-συγκινησιακός λόγος λειτουργεί όχι
μονάχα με τα σημαινόμενα αλλά και με τα σημαίνοντα και η
συναισθηματική-συγκινησιακή πλευρά του μηνύματος δε μεταφέρεται, δεν αποκρυπτογραφείται.
Το έργο του Παπαδιαμάντη με την εκκλησιαστική παράδοση των χριστιανικών χρόνων
του Βυζαντίου και τη λαϊκή παράδοση, τα ίχνη της οποίας χάνονται στο βαθύ
ελληνικό παρελθόν κλείνει μέσα του την ψυχή του ελληνικού λαού και του
πολιτισμού. Είναι, επομένως, βέβαιο πως ο Παπαδιαμάντης και η γλώσσα του είναι
άρρηκτα συνδεδεμένα. Αν κανείς απαλείψει τη γλώσσα, έχει εξαφανίσει τη μαγεία,
έχει εκμηδενίσει τη μουσική. Αυτό συμβαίνει με κάθε μεγάλο λογοτέχνημα που
απάγεται από την πρότυπη γλώσσα και μεταφράζεται. Κάθε προσπάθεια μετάφρασης
στη νέα γλώσσα αποδίδει είτε ταυτολογίες με το πρωτότυπο είτε αλλοιώνει μέχρι
καρικατούρας το χαρακτήρα του και φυσικά εξαφανίζει τη μαγεία. Ακόμα και αν με
μια απόδοση δεν αλλάξουν πολλά, εξατμίζεται η ευωδία, η φρεσκάδα, η μουσική,
σαν να μυρίζεις ένα πλαστικό λουλούδι [ix].
Εξάλλου, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης,
μπορεί να συσχετιστεί λόγω της γλωσσικής ιδιοτυπίας του με τον Κωνσταντίνο
Καβάφη και τον Ανδρέα Κάλβο. Πρόκειται για τρεις εξαίρετους λογοτέχνες που με
τη γλωσσική τους ιδιοτυπία δεν βρήκαν συνεχιστές. Και είναι αυτή ακριβώς η
γλωσσική τους ιδιομορφία που σχετίζεται με την ποιητική τους αξία, όπως πολύ
σωστά σημειώνει ο Σεφέρης[x]. Δεν
θα πρέπει, επίσης, να λησμονούμε ότι η πρωτότυπη γλώσσα κάθε κειμένου περιβάλλεται
από μια ιστορικότητα-χρονικότητα. Επομένως, με τις εκσυχρονισμένες αποδόσεις
παλιών κειμένων μάλλον οδηγούμαστε αυτάρεσκα σε μία παροντοποίηση των πάντων,
καταργώντας την ιστορικότητα των ανθρώπων και των δράσεών τους. Δηλαδή είναι
σαν να φέρνουμε τους ανθρώπους του χτες σ’ ένα χαώδες «σήμερα» και τους βάζουμε
να μιλήσουν τη δική μας γλώσσα για να τους καταλάβουμε εμείς. Καταργούμε έτσι
τη δική τους επιλογή, το δικό τους ύφος. Με τον τρόπο αυτό διαμορφώνεται και
επιβάλλεται μια ψευδής αντίληψη της ροής του ιστορικού χρόνου και της
ανθρώπινης περιπέτειας, σχετικοποιείται η έννοια του ιστορικού παρελθόντος κι
έτσι το μεταφρασμένο λογοτεχνικό κείμενο, για να επιφέρει το επιθυμητό
αισθητικό αποτέλεσμα, παύει να είναι κείμενο της εποχής του[xi].
Εκτός από τα παραπάνω, αρκετοί οι
οποίοι θεωρούν πως η ενδογλωσσική μετάφραση των κειμένων του Παπαδιαμάντη δε
συνιστά αναγκαιότητα στηρίζουν την άποψη τους επισημαίνοντας ότι το νεανικό κοινό δε διαβάζει τον
Παπαδιαμάντη όχι γιατί δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα του, αλλά γιατί η θεματολογία
και το «ήθος» του δεν μπορεί να μιλήσει πια στη νεολαία, έτσι όπως αυτή έχει
εξελιχθεί στον εικονικό κόσμο του διαδικτύου και της τηλεόρασης. Επομένως,
διαβλέπουν ότι η απόπειρα απόδοσης του παπδιαμαντικού έργου στη δημοτική δε θα
στεφθεί με επιτυχία.
Λαμβάνοντας
υπόψη τους ανωτέρω προβληματισμούς και των δύο αντικρουόμενων πλευρών στο προς
μελέτη ερώτημα, θα προβούμε στην παράθεση ενδεικτικών παραδειγμάτων που
προκύπτουν από τη μελέτη της απόδοσης της Φόνισσας
στη δημοτική από το Γεώργιο Αριστηνό[xii],
επιχειρώντας μια γλωσσολογική προσέγγιση με βάση τη θεωρία της μετάφρασης[xiii].
Για την καλύτερη παρουσίαση των ενδεικτικών παραδειγμάτων επιχειρούμε την
ταξινόμηση τους στα διάφορα γλωσσικά επίπεδα (σημασιολογικό, λεξιλογικό,
μορφολογικό, συντακτικό, πραγματολογικό, υφολογικό), γνωρίζοντας a priori ότι η ταξινόμηση αυτή δεν είναι
απολύτως αυστηρή, καθώς σε αρκετές περιπτώσεις τα γλωσσικά επίπεδα
αλληλοεπικαλύπτονται. Τα παρατιθέμενα παραδείγματα εντοπίζονται κυρίως στο
πρώτο (Α) και το τελευταίο (ΙΗ) κεφάλαιο της Φόνισσας. Με κάθε παράδειγμα επιδιώκεται η διαπίστωση αν η μετάβαση
από το πρωτότυπο κείμενο στο μετάφρασμα εμφανίζει περιπτώσεις
ισοδυναμίας/αντιστοιχίας, παρεμβολής, παρερμηνείας, ξεκάθαρης διαφοροποίησης
και απόκλισης από το πρωτότυπο αλλά και περιπτώσεις όπου η απόδοση εμφανίζεται
πληρέστερη από το πρωτότυπο[xiv]
Περιπτώσεις
διατήρησης του πρωτοτύπου → Στο
κεφάλαιο Α’ έχουμε αυτούσια μεταφορά στο μεταφρασμένο κείμενο των πρωτότυπων
λέξεων φουγοπόδαρον, φάτνωμα, γραία.
(λεξιλογικό επίπεδο). Εδώ ο μεταφραστής στοχεύει μάλλον στη διατήρηση της
πραγματολογικής αναφοράς, ενώ η λέξη γραία
διατηρείται ως προσδιορισμός ταυτότητας, καθώς δε δημιουργεί πρόβλημα στην
πρόσληψη, σε αντίθεση με τη λέξη φουγοπόδαρον,
η οποία δεν ανευρίσκεται σε νεοελληνικό λεξικό.











Με
δεδομένο ότι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους
πεζογράφους του τέλους του 19ου αι, παρατηρώντας όμως ότι
ανθολογείται σε μικρό βαθμό στα εγχειρίδια του μαθήματος της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας στο Γυμνάσιο και το Λύκειο, προφανώς λόγω της δυσκολίας πρόσληψης
των κειμένων του από τους σημερινούς μαθητές και παράλληλα αναγνωρίζοντας την
ανάγκη να διατηρηθεί ζωντανός και επίκαιρος, θα προχωρήσουμε στο σημείο αυτό σε
κάποιες διδακτικές προτάσεις, οι οποίες προκύπτουν από την εκπαιδευτική μας
εμπειρία και στοχεύουν στην άρση των δυσκολιών που δημιουργεί η ιδιοτυπία της
γλώσσας του και συνάμα στην καλύτερη αξιοποίηση του εν λόγω συγγραφέα στην
εκπαιδευτική διαδικασία.
Αντικριστή παράθεση
πρωτοτύπου-μετάφρασης
Η
συνύπαρξη και η αντικριστή παράθεση του πρωτοτύπου και της μετάφρασης/ απόδοσής
του στη Νέα Ελληνική αποτελεί, πιστεύουμε, μια συμβιβαστική λύση, καθώς με τον
τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η πρόσβαση και στις δύο γλωσσικές μορφές, χωρίς εκατέρωθεν
περιορισμούς. Έτσι καλύπτεται και ο
επαρκής γνώστης της άλλης γλωσσικής μορφής (αρχαίας, αρχαΐζουσας,
καθαρεύουσας), ο φιλέρευνος που θα κινήσει το δικό του ταξίδι με το λεξικό και
ο καθένας μας που θέλει να κοινωνήσει μέσω της μετάφρασης με το κείμενο αλλά θα
παραστρατίσει και το μάτι του στην αριστερή σελίδα του πρωτοτύπου. Με το
πρωτότυπο αντικριστά δε θα κόβεται ο ομφάλιος λώρος με το δημιουργό του και αναδύεται το
άρωμα των γραπτών του. Τέτοια
προσπάθεια έκανε η Καίτη Χιωτέλλη[xv] με
τα «Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα» του Παπαδιαμάντη που απευθύνεται σε παιδιά και
νέους.
Σωστή,
κατ’ ήθος ανάγνωση εκ μέρους του διδάσκοντα ή ακρόαση από ηθοποιό
Η σωστή ανάγνωση του παπαδιαμαντικού κειμένου από
το διδάσκοντα, το σωστό χρώμα, ο τόνος, η δύναμη της φωνής και η ακουστική της,
η ισόρροπη κατανομή των κινήσεων, έτεροις λόγοις τα σκηνικά στοιχεία της
προσωπικότητας του διδάσκοντος βοηθούν στην κατανόηση του κειμένου και
δημιουργούν την ευνοϊκή ή όχι προδιάθεση των μαθητών[xvi].
Εναλλακτικά προτείνεται και η ακρόαση των κειμένων του Παπαδιαμάντη με Cd από ηθοποιούς. Με τον τρόπο αυτό οι μαθητές
ασκούνται στη διαδικασία της ακρόασης και το πρόβλημα της γλώσσας εξομαλύνεται.
Παρακολούθηση
ταινιομαθήματος σχετικού με τον Παπαδιαμάντη
Για
την καλύτερη κατανόηση του παπαδιαμαντικού έργου χρήσιμη θα ήταν η οργάνωση
ενός ταινιομαθήματος στη βιβλιοθήκη ή στην αίθουσα προβολών του σχολείου.
Αξιόλογη κρίνεται η κινηματογραφική διασκευή της Φόνισσας από τον Κώστα Φέρρη. Με τον τρόπο αυτό η πρόσβαση στο
κείμενο γίνεται ευκολότερη, καθώς μειώνεται ο βερμπαλισμός και επιστρατεύονται
όλες οι αισθήσεις στη μάθηση. Βεβαίως η χρήση video προϋποθέτει την προγενέστερη
λεπτομερή ενασχόληση του εκπαιδευτικού με το υλικό, την επεξεργασία και τη
δημιουργία συνοδευτικών φύλλων εργασίας[xvii]
(Ζωγράφος, 2001∙ Κυρίτση, 2000). Με τον τρόπο αυτό ο μαθητής έρχεται σε άμεση
επαφή με την αυθεντική ομιλούμενη γλώσσα των προσώπων του Παπαδιαμάντη, με την
καθημερινότητα των έργων του, τα λαογραφικά στοιχεία, τα έθιμα και τη μουσική
του.
Χρήση
των πολυμεσικών εφαρμογών στο εργαστήριο της Πληροφορικής
Απολύτως
απαραίτητη, σήμερα, την εποχή της παγκοσμιοποίησης και του πλουραλισμού, κρίνεται η προσαρμογή της νέας τεχνολογίας
στη διδασκαλία και η εξοικείωση των μαθητών με τις διάφορες μορφές της. Με τη
δημιουργία ολοκληρωμένων διδακτικών σεναρίων με χρήση ΤΠΕ προωθείται η
διερευνητική, η συνεργατική και η βιωματική μάθηση και ο μαθητής λαμβάνει
ενεργά μέρος στη μαθησιακή διαδικασία, ανακαλύπτοντας τη γνώση. Έτσι, και στην
περίπτωση της διδασκαλίας του Παπαδιαμάντη ο καθηγητής μπορεί να οδηγήσει τους
μαθητές στο εργαστήριο Πληροφορικής, να τους χωρίσει σε ομάδες, να διαμορφώσει
φύλλα εργασίας με κατάλληλες δραστηριότητες για την κάθε ομάδα, ώστε οι μαθητές
να προσεγγίσουν το έργο του Παπαδιαμάντη διερευνώντας. Μπορούν, δηλαδή, να
πλοηγηθούν στο διαδίκτυο, προκειμένου να συλλέξουν πληροφορίες για τις εργασίες
τους και να χρησιμοποιήσουν ιστοσελίδες, όπου ανθολογείται και σχολιάζεται ο
Παπαδιαμάντης, όπως η ιστοσελίδα του Σπουδαστηρίου του Νέου Ελληνισμού[xviii]
www.snhell.gr,
της Πύλης για την Ελληνική Γλώσσα www.greek-language.gr[xix], του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου www.ekebi.gr[xx], του Πολιτιστικού Θησαυρού της
ελληνικής γλώσσας www.potheg.gr[xxi]. Ως προς τη μελέτη της
παπαδαμάντειας γλώσσας, χρήσιμο μπορεί να αποβεί το σχετικό λογισμικό με την
ηλεκτρονική καταγραφή των απάντων του (εκδ. Δόμος, φιλολογική επιμέλεια Τριανταφυλλόπουλου),
καθώς δίνει τη δυνατότητα στους μαθητές να εξοικειωθούν με την ιδιότυπη γλώσσα
του, μελετώντας τους συμφραστικούς πίνακες των λέξεών του. Συμπληρωματικά, θα μπορούσαν, μετά τη μελέτη
ενός κειμένου του Παπαδιαμάντη, να χρησιμοποιήσουν κατάλληλα ηλεκτρονικά
εργαλεία και να κατασκευάσουν video
ψηφιακής αφήγησης (digital storytelling),
δίνοντας τη δική τους οπτική σε αυτό. Με τον τρόπο αυτό εισάγεται η
πολυτροπικότητα στη διδασκαλία της Λογοτεχνίας.
Ανάδειξη των στοιχείων του
παπαδιαμάντειου έργου που σχετίζονται με τη Ζωγραφική και τη Μουσική
Οι
δυνατότητες των νέων τεχνολογιών μπορούν να υπηρετήσουν τη λογοτεχνία και να
δώσουν ένα χρήσιμο εποπτικό υλικό
για τη διδασκαλία του Παπαδιαμάντη. Με την ανάδειξη στοιχείων του έργου του που
σχετίζονται με την εικόνα (ζωγραφική) και με τον ήχο (μουσική), η ενασχόληση με
τα κείμενά του γίνεται πιο ευχάριστη. Δίνοντας στους μαθητές την ευκαιρία να
ανακαλύψουν τη μουσική διάσταση και τους ήχους στο παπαδιαμάντειο έργο, καθώς
επίσης τη σχέση ζωγραφικής και λογοτεχνικής περιγραφής με παραδείγματα μέσα από
τα διηγήματά του, επιτυγχάνεται μια διαθεματική
προσέγγιση στη διδασκαλία της Λογοτεχνίας με το μάθημα της Μουσικής, της
Αισθητικής Αγωγής και της Πληροφορικής. Μια τέτοια προσέγγιση ευνοεί επιπλέον
την ενεργό – βιωματική, συνεργατική και
διερευνητική μάθηση. Πιο συγκεκριμένα, ο διδάσκων μπορεί να αναθέσει σε μια
ομάδα μαθητών να αναζητήσει τους μουσικούς ήχους που ακούγονται στο έργο του
Παπαδιαμάντη. Σχετικό λογισμικό μπορεί να καθοδηγήσει σ’ αυτό και ο καθηγητής
της Μουσικής να παραπέμψει τους μαθητές στα μουσικολογικά άρθρα του
Παπαδιαμάντη. Μαθητές με κλίση στη μουσική μπορούν να ενθαρρυνθούν να γράψουν
ένα τραγούδι για τον Παπαδιαμάντη και να συνθέσουν τη μουσική του στον Η/Υ. Μια
άλλη ομάδα μπορεί να κληθεί να διερευνήσει το θέμα «Παπαδιαμάντης και
ζωγραφική» , να συλλέξει πληροφορίες για την κλίση του συγγραφέα στη ζωγραφική
και τα είδη λογοτεχνικής ζωγραφικής του Παπαδιαμάντη. Ως δραστηριότητα μπορεί
να προταθεί η σύναξη ενός μικρού ανθολογίου με λογοτεχνικές τοπιογραφίες,
προσωπογραφίες και αγιογραφίες του Παπαδιαμάντη. Μπορούν επίσης κάποιοι
μαθητές, σε συνεργασία με τον καθηγητή των Καλλιτεχνικών να ζωγραφίσουν το
πορτρέτο κάποιου ήρωα του Παπαδιαμάντη ή να δημιουργήσουν τοπιογραφίες με βάση
σχετικές περιγραφές από τα διηγήματά του.
Απόπειρα θεατρικής διασκευής των
διηγημάτων του Παπαδιαμάντη
Οι
μαθητές, αφού μελετήσουν τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη μπορεί να ενθαρρυνθούν
να επιλέξουν κάποιο από αυτά, να μετατρέψουν την αφήγησή του σε διαλογικό
κείμενο και να αποπειραθούν να το μετασχηματίσουν σε θεατρική παράσταση, την
οποία θα παρουσιάσουν στην τάξη, στο σχολείο, στα πλαίσια κάποιας εορταστικής
εκδήλωσης. Μέσα από το θεατρικό
παιχνίδι, οι μαθητές αυτοσχεδιάζουν, απελευθερώνεται η φαντασία τους,
έχουν τη δυνατότητα να εκφράζουν τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους με
έναν εναλλακτικό τρόπο και συνεπώς η μάθηση αποβαίνει δημιουργική και
ευχάριστη. Για την πραγματοποίηση θεατρικής διασκευής σε κάποιο
παπαδιαμαντικό έργο οι μαθητές καλό θα ήταν να δουλέψουν ομαδοσυνεργατικά, σε
μικρές ομάδες, με κατάλληλο καταμερισμό δραστηριοτήτων. Έτσι μια ομάδα θα
μπορούσε να αναλάβει τη σκηνοθεσία της
παράστασης και την κατανομή των ρόλων,
κάποια άλλη, τη μουσική επιμέλεια, τα κουστούμια, τη σκηνογραφία, την
υποκριτική, τη χορογραφία.
Συμπέρασμα
Εν κατακλείδι, ο σημερινός αναγνώστης καλείται στο πλαίσιο
της υποχρεωτικής εκπαίδευσης να διαβάσει τον Παπαδιαμάντη από το πρωτότυπο
δεχόμενος εξαρχής τη δυσκαμψία στο λόγο του και το «ανοίκειο» του κόσμου του. Εντούτοις
σήμερα επιθυμούμε να διαβάσουμε το έργο του Παπαδιαμάντη ή αν το επιθυμούμε
μπορούμε να το κατανοήσουμε;
Σίγουρα σε κάθε εποχή έχουμε και πρέπει να έχουμε διαφορετικές
αναγνώσεις και κάθε κλασικό έργο θα πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τον πολιτισμικό
κώδικα του σήμερα χωρίς όμως να καταργείται η ιδιαιτερότητα και το ύφος
του πρωτότυπου κειμένου.
Θεωρούμε ότι ο Παπαδιαμάντης «ταξιδεύει» στο σήμερα και ενεργοποιεί τις
αισθήσεις μας μέσα από τον ήχο του λόγου του και μέσα από την ανάπλαση των
εικόνων του, όπως αυτές αποδίδονται στις διάφορες μορφές τέχνης.
Το ζήτημα είναι να διατηρήσουμε τελικά ενεργό το έργο του Παπαδιαμάντη
μέσα από ευσυνείδητες αποδόσεις που θα οδηγούν στην ανάγνωση του πρωτοτύπου και
μέσα από δυναμικές διδακτικές προτάσεις και σενάρια μαθημάτων που θα αξιοποιούν
με κατάλληλο τρόπο τις δυνατότητες των ΤΠΕ, να ωθήσουμε τους νέους σε μια
απολαυστική ανάγνωση που δε θα περιορίζεται στο σχολικό πλαίσιο αλλά θα
αποτελεί μια επιλογή που θα απαντά στις σύγχρονες αναζητήσεις και τους προβληματισμούς.
Εμμανουέλα
Διακοσάββα, Msc,
καθηγήτρια Δ.Ε.
Μαγδαληνή
Πρεβεζάνου, Msc,
καθηγήτρια Δ.Ε.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[i] Ζαβελάκης, Γ., Χαμένοι στη μετάφραση από την
εφ. Τα Νέα, 17 – 6 – 2006
[ii] Μαρωνίτης, Δ. Ν., Ενδογλωσσική ανισοτιμία
(άρθρο) και Μαρωνίτης, Δ. Ν., Τυπολογία και παθολογία της ενδογλωσσικής
μετάφρασης (άρθρο)
[iii] Χριστίδης, Α-Φ. (2006), Το μεταφραστικό
εγχείρημα ως ένα είδος ασκητικής πρακτικής, Μετάφραση [Στ1], Εγκυκλοπαιδικός
οδηγός, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
[iv] Η παραπάνω άποψη δημοσιεύεται στην εφημερίδα Τα Νέα στις 26 – 11- 2005
[v] Χαραλαμπάκης, Χρ., Η γλώσσα του Αλέξανδρου
Παπαδιαμάντη και η σημερινή γλωσσική πραγματικότητα στο περιοδικό «Η λέξη»,
τεύχος 162 (αφιέρωμα), Μάρτιος – Απρίλιος2001
[vii] Δρακονταειδής, Φ. Δ.,« Παπαδιαμάντης
προσεχώς», από το περιοδικό Λέξη,
τεύχος: 162, Μάρτιος – Απρίλιος : 2001
[viii] Τζιόβας, Δ., Ενδογλωσσικά κλασικά από την
εφ.: Το Βήμα: 30/4 / 2006
[ix] Ασκήσεις ύφους, Παπαδιαμαντικά 2, Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
μεταφρασθείς, 27 Σεπτεμβρίου 2006
[x] Καραντζή, Χρ., Γλωσσική ιδιοτυπία και υφολογική συγγένεια:
Κάλβος – Καβάφης – Παπαδιαμάντης από Πρακτικά Β Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαμάντη. Δόμος (2001).
Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών
[xi] Αρβανιτάκης, Δ., Από ποια γλώσσα κατάγεται ο
Σολωμός ή «Τώρα που επήρε το κουπί μας νερό…» από την εφημ. Αυγή, 16.7.2006 και
Βιτσαξής, Β., Η χρονική διάσταση της μεταφραστικής δημιουργίας
[xii] Αριστηνός, Γ. (2006) Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης: Η Φόνισσα, Απόδοση στη Νεοελληνική: Ελληνικά Γράμματα
[xiii] Τα αναφερόμενα
παραδείγματα έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα αποτελούν μέρος εκτενέστερης
αδημοσίευτηης μεταπτυχιακής εργασίας των συντακτριών του άρθρου με θέμα:
Θεωρία, πράξη της μετάφρασης και διδακτικές προτάσεις στον Παπαδιαμάντη, η
οποία εκπονήθηκε το 2007, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού προγράμματος Διδασκαλία
της Νέας Ελληνικής ως Δεύτερης/Ξένης γλώσσας, της Φιλοσοφικής Σχολής του
Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με επιβλέπουσα καθηγήτρια
τη Φρειδερίκη Μπατσαλιά.
[xiv] Κεντρωτής, Γ. (1996), Θεωρία και πράξη της
μετάφρασης, Εκδόσεις: Δίαυλος. Αθήνα και Μπατσαλιά, Φρ & Σελλά – Μάζη, Ε.,
Γλωσσολογική Προσέγγιση στη θεωρία και τη διδακτική της μετάφρασης. Εκδόσεις
ΕΛΛΗΝ
[xv] Χιωτέλλη, Κ. (2003), Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης: Χριστουγεννιάτικα Παπαδιαμάντης (με τα πρωτότυπα κείμενα
μεταφορά σε απλούστερη γλώσσα). Για παιδιά και νέους. Άγκυρα
[xvi] Πηγιάκη, Π., Προετοιμασία, σχεδιασμός και
αξιολόγηση της διδασκαλίας, εκδ. Γρηγόρη
[xvii] Ζωγράφος, Τ., Σκηνοθετώντας Παπαδιαμάντη, 5
Νοεμβρίου 2001 από Πρακτικά Β Διεθνούς Συνεδρίου για τον Αλ. Παπαδιαμάντη.
Δόμος (2001). Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών και Κυρίτση,
Α., «Η Χρήση video στο μάθημα των ελληνικών ως ξένης γλώσσας», στο Α΄ Διεθνές Συνέδριο
για τη Διδασκαλία της Νέας Ελληνικής ως ξένης γλώσσας, Αθήνα 25 –26 Σεπτεμβρίου
2000 Τσοτσορού Α. Στα Πρακτικά Συνεδρίου, Αθήνα: Εθνικό και Καποδιστριακό
Πανεπιστήμιο
[xviii] Σπουδαστήριο
Νέου Ελληνισμού
[xix] Πύλη για την
Ελληνική Γλώσσα
[xx] Εθνικό Κέντρο
Βιβλίου
[xxi] Πολιτιστικός
Θησαυρός της Ελληνικής Γλώσσας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου